ο νέος δίσκος των Wolf Eyes

Η γενικευμένη ασάφεια που έχει επιβάλλει στην τέχνη (αλλά και στα πάντα) ο 21ος αιώνας δημιουργεί -κυρίως- αρκετές κουβέντες για την τέχνη την ίδια (αλλά και για τα πάντα). Νιώθω ένα φευγαλέο συναίσθημα πως τα πάντα σήμερα είναι σαν το διάστημα που ακολουθεί το πέρας μιας πολύ έντονης τηλεοπτικής ταινίας: πρώτα την βλέπεις, έπειτα κάθεσαι και την συζητάς. Την αναλύεις, την υπεραναλύεις, την νοηματοδοτείς, την επανανοηματοδοτείς, την ταυτίζεις με το σήμερα, την νοσταλγείς, και στο τέλος επιστρέφεις σε αυτήν για να την ξαναδείς, να την ξαναφτιάξεις τελικά, με απώτερο σκοπό να επαναφέρεις κάπως το συναίσθημα, τις συνθήκες, τα πάντα πριν απο το πέρας της ταινίας αυτής. Το κατά πόσο αυτό είναι στα αλήθεια σημερινό χαρακτηριστικό αποτελεί με τη σειρά του θέμα συζήτησης. Πάνω σε αρκετές απο αυτές τις συζητήσεις, για να το πάω λίγο στη μουσική, έχω ακούσει το επιχείρημα πως εν ολίγοις δεν είναι πια δυνατό να κυκλοφορήσουν οι λεγόμενοι κλασικοί δίσκοι, οι μεγάλοι δίσκοι που αλλάζουν τις ζωές μας, και πως αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα μιας λιγότερης έμπνευσης, είτε μιας «όλα έχουν παιχτεί» μιζερολογίας, αλλά λόγω της μορφής της ίδιας της μουσικής βιομηχανίας, με την αμεσότητα στην πρόσβαση και τον ακατάπαυστο ρυθμό της κυκλοφορίας να μη δημιουργούν τις συνθήκες εμβάθυνσης στο μουσικό έργο το ίδιο.

Όλο αυτό φέρει τις ανάλογες επιπτώσεις στην μουσική σκηνή την ίδια: τα μέσα αλλάζουν, οι τεχνολογίες προσθέτουν δυνατότητες, οι καλλιτέχνες προσαρμόζονται, τα μουσικά είδη τέμνονται, οι κανόνες μπλέκονται, τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα, η επανάληψη μεγάλη, το streaming παίρνει φωτιά, η κατανάλωση γίνεται ακραία, και σαν δώρο σου δίνεται η νοσταλγία, η γλυκιά ανάγκη αυτή να γυρίσεις πίσω σε αυτά που αγάπησες όταν όλα ήταν λίγο πιο αθώα, και φυσικά να τα αγοράσεις ξανά, σε κάθε πιθανό αναβιωμένο ή μη μέσο.

Η ερώτηση είναι αν υπάρχουν όντως «κλασικά» albums πια, και αν ναι ποια είναι αυτά, και αν όχι αν τα χρειαζόμαστε, και αν δεν είμαστε βέβαιοι τελοσπάντων τι σκεφτόμαστε για όλα αυτά.

Περνώντας στον κεντρικό πυρήνα της δημοσίευσης, ένα βασικό χαρακτηριστικό της λεγόμενης πειραματικής μουσικής είναι πως είναι τόσο απέραντη, που σε συζητήσεις για αυτήν θα καταλήξεις πάρα πολύ γρήγορα πια σε name dropping παρά να μιλάς για τα κάποια ουσιαστικότερα πράγματα που σου χαρίζει το μεγαλύτερο δέσιμο με έναν καλλιτέχνη και το έργο του. Είναι πολλοί, είναι καλοί, είναι παντού, είναι δωρεάν, δεν υπάρχει ο χρόνος. Οπότε, στις ίδιες συζητήσεις, όταν κάποιος θα ρωτήσει ποιο νέο δίσκο περιμένεις να κυκλοφορήσει, ποιο νέο υλικό ανυπομονείς να ακούσεις, ποιανού καλλιτέχνη θα ψάξεις εκ των προτέρων τις επόμενες κινήσεις, προτού αυτές εμφανιστούν μπροστά σου ως τετελεσμένες, θα πρέπει ίσως να έχεις στο μυαλό σου μια λίστα.

Νομίζω πως ο κάθε άνθρωπος έχει μια λίστα, και έχω και εγώ μία, και πάντα λέω πρώτους τους Wolf Eyes.

Απο τους πέντε που διαβάζετε το κείμενο, με τους τρεις πιθανότατα έχουμε μιλήσει απο κοντά. Και στους τρεις έχω αναφέρει πως οι Wolf Eyes είναι για μένα μια μπάντα ανάλογης σημαντικότητας με τους Sonic Youth ως προς την επιδραστικότητά τους, και μέρα με τη μέρα (σε συζητήσεις που έχω με τον εαυτό μου) πείθομαι πως τελικά πρόκειται για ένα ακόμα πιο συμπαγές φαινόμενο. Η έκρηξη του cdr στην Αμερική την προηγούμενη δεκαετία τροφοδότησε το μαζικότερο ίσως κίνημα της noise μουσικής (ή street noise μουσικής, όπως την λέω με τον εαυτό μου) που έγινε ποτέ, και με την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκαν εκατοντάδες νεαροί dudes, που με πρότερο hobby το skate και ίσως την punk rock μπάντα που διατηρούσαν στο υπόγειο, είδαν μια προοπτική στον θόρυβο. Αυτό αν σταματούσε εκεί θα ήταν κάτι ας πούμε αυτοαναφορικό. Αλλά δεν έμεινε εκεί, καθώς ένα μεγάλο μέρος του αμερικάνικου (για αρχή) indie είδε πως οι noise πατέντες θα μπορούσαν να αφομοιωθούν πολύ ομαλά στην συνθετική του τεχνοτροπία. Προσπερνώντας το βιογραφικό κομμάτι τόσο του αμερικάνικου noise, όσο και των Wolf Eyes των ίδιων, ερχόμαστε στην παρούσα δεκαετία, όπου το Dread ακούγεται σαν την μακρινή νεανική κραυγή, το Human Animal στην Sub Pop την ξεκάθαρη άρνηση να γίνουν μια μπάντα της Sub Pop εξαργυρώνοντας κάπως την αξία τους, και το Always Wrong σαν τον πιο ολέθριο απόηχο του industrial που έχω ακούσει μάλλον ποτέ. Η διάλυση που ακολούθησε άλλαξε τον συνθετικό πυρήνα της μπάντας, μιας και ο Aaron Dilloway αποφάσισε να το τρέξει μόνος του (κάνοντας τεράστια πράγματα που δε θα μπω στον πειρασμό να αναπτύξω εδώ), ενώ οι Young/Olson επιστράτευσαν τον roadie τους James Baljo, περίπου στη θέση του, μάλλον επειδή ήθελαν απλά να είναι τρεις. To No Answer-Lower Floors στην De Stijl το 2013, μας σύστησε στην ουσία τους νέους Wolf Eyes: ο ήχος μασημένης new wave κασσέτας του 1982, ο πεταμένος ρυθμός, οι περιφερειακές κιθάρες (τα εφέ τους μάλλον), και η γενικότερη σερνάμενη ροή του ήχου σε συνοδεία των παρακμιακών φωνητικών έδιναν το στίγμα της πορείας: η American Tapes έχει κάνει τον κύκλο της, ο θόρυβος δεν είναι αυτοσκοπός, το shock θα είναι διαφορετικό. Η άρνησή τους για δεύτερη φορά να χαλαρώσουν, μετατρέπει τον επόμενο δίσκο I Am A Problem: Mind In Pieces, δύο χρόνια μετά στη Third Man, απο ολέθριο λάθος σε δυναμίτη. Με τον ελάχιστα πιο καθαρό ήχο και τις πιο εμφανείς κιθάρες να κοστίζουν αρκετούς χιλιάδες followers την ημέρα που ο Jack White είχε την ιδέα να αναλάβει ο John Olson για μια ημέρα το instagram της εταιρίας. Στην εποχή των social media καταλάβαμε και κάπως πιο εμφανώς το τι είναι οι Wolf Eyes σαν άνθρωποι, θυμίζοντας εκείνο το τίποτα_στα_σοβαρά μπλογκ κάπου στα βάθη του ελληνικού ίντερνετ. Μια μηδενική σοβαρότητα που αντιτίθεται με ένα φωναχτό τρόπο στην παλαιών αρχών «κλασική» σοβαροφάνεια σήμα κατατεθέν τόσο των πειραματικών όσο και των βάνδαλων του ήχου. Δεν έχω βρει κάτι που να μη συμπαθώ στους Wolf Eyes. Εδώ και περίπου μια εβδομάδα ακούω καθημερινά το Undertow, νέο δίσκο τoυς, στο δικό τους label Lower Floor Music. Ο δίσκος που περίμενα για το 2017 σε εκείνες τις συζητήσεις. Η διάρκειά του είναι ακόμα μικρότερη, και ο ήχος του ακόμα πιο περίεργος απο τον προκάτοχό του. Φωνητικά με μπουντρουμική ηχώ (σε όσα κομμάτια απαιτούνται), ήχος που ακούγεται το ίδιο Smegma σε όποιες στροφές και αν παίξεις τον δίσκο, free jazz λογική, acid folk κλεψίματα, ηχητικό συναισθηματικό πέσιμο και μια δευτερεύουσα προσπάθεια της μπάντας να ενσωματώσει στη μουσική της τον ήχο διαφόρων projects των μελών της μπάντας, με εμφανέστερο αυτό των Stare Case και λιγότερο αυτό των Dead Machines, και αυτο κυρίως στο Right Ιn Front Of You cdr που συνοδεύει το LP, που στα αυτιά μου είναι η συνέχεια του Superstitions Of The Sea του 2009. Το Undertow έχει παίξει εφτά φορές στο πικάπ, τουλάχιστον 25 σε διάφορους mp3 player ενώ παίζει συνεχώς και στο κεφάλι μου όταν δεν το ακούω.

Πέραν της γενικότερης αγάπης για τη μπάντα, πέραν του λατρεμένου #fuck_patriarchy banner στο site τους, πέραν της πολιτικής θέσης που έχουν βάλει πια σε πιο περίοπτη θέση στην συνολική παρουσία τους, ένα album που ακούω τόσες φορές (και θα ακούω για άλλες τόσες) δε μπορώ να διανοηθώ πως γίνεται να μην είναι «κλασικό» για εμένα, ακόμα και στα μικρομεγέθη ακροατών που αναφέρεται μια μπάντα σαν τους Wolf Eyes.

Αν μιλάμε όμως για την μεγάλη εικόνα, οι απαντήσεις μου είναι οι εξής : Δεν υπάρχουν πια κλασικά albums. Δεν χρειαζόμαστε πια κλασικά albums. Δεν χρειαζόμαστε άλλη νοσταλγία.

Χρειαζόμαστε περισσότερους Wolf Eyes και περισσότερα Undertow.

~ από kiwiknorr στο 28 Μαρτίου, 2017.

Σχολιάστε